ταχυήρεος

ταχυήρεος
ταχυήρης
fast-rowing
masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταχυήρης — ύηρες, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.) 2. (κατ επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ήρης (ΙΙ)* (πρβλ. τρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”